- ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός
- ο, Νιατρ. κλινική εικόνα με οστικές αλλοιώσεις υποπαραθυρεοειδισμού, αλλά οφειλόμενη σε διαταραχή τής απέκκρισης φωσφόρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pseudohypoparathyroidism].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδο-ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμός — ο, Ν ιατρ. κληρονομική νόσος με συμπτώματα ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμού, αλλά με φυσιολογικό ασβέστιο και φωσφόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pseudo pseudohypoparathyroidism] … Dictionary of Greek